- επάγω
- (AM ἐπάγω) [άγω]1. άγω, οδηγώ εναντίον κάποιου2. επιφέρω, προκαλώ3. οδηγώ, παρασύρω («μᾱλλον πρὸς σκληρότητα ἐπάγεις τὴν ψυχήν μου»)4. καταφέρω χτύπημαμσν.επιβάλλω όρκο ή πρόστιμοαρχ.1. οδηγώ στρατεύματα εναντίον τού εχθρού2. προχωρώ, επέρχομαι εναντίον κάποιου (τῶν πολεμίων ἐπαγόντων αὐτοῑς», Πολ.)3. κεντρίζω, παρορμώ, υποκινώ4. επιταχύνω μια κίνηση («ἀτρέμας πρῶτον... κἄπειτ' ἐπάγει παπαπαππάξ», Αριστοφ.)5. (με αιτ. και απρμφ.) πείθω κάποιον να κάνει κάτι («ἐξ ὧν ἄν τις ὑμᾱς ἐπαγάγοι μᾱλλον φροντίσαι τῆς ἡμετέρας σωτηρίας», Ισοκρ.)6. οδηγώ κάποιον μπροστά σε κάποιον άλλο («τοσαῡτα δὲ εἴπας ἐπάγειν ἐκέλευε τὸν Ἆπιν τοὺς ἱερέας», Ηρόδ.)7. οδηγώ, συνοδεύω8. κομίζω, μεταφέρω κάπου9. μέσ. α) μεταφέρω στη χώρα μουβ) (για τις ρίζες φυτού) μεταφέρω τροφή10. διοχετεύω (νερό)11. μέσ. φέρνω για τον εαυτό μου, προμηθεύομαι («ἐκ θαλάσσης ὧν δέονται ἐπάξονται», Θουκ.)12. α) ενεργ. βάζω κάποιον να ψηφίσει («ψῆφον ἐπήγαγον τοῑς ξυμμάχοις ἅπασιν»)β) παθ. φρ. «ψῆφος ἐπάγεταί τινι» — ψηφίζεται, αποφασίζεται κάτι με ψηφοφορία13. οδηγώ ένα πρόσωπο μπροστά στη βουλή14. φέρνω επί πλέον, προσθέτω («ἐπάγων δὲ τῷ λόγῳ τὸ ἔργον ἔνειμεν», Πλούτ.)15. παρεμβάλλω («ἐπάγουσι ἀνὰ πᾱν ἔτος πέντε ἡμέρας», Ηρόδ.)16. εισάγω, καθοδηγώ («ἐπάγειν αὐτοὺς ἐπὶ τὰ μήπω γιγνωσκόμενα», Πλάτ.)17. μέσ. επικαλούμαι («τούτοις δὲ πᾱσι τοῑς λόγοις μάρτυρας ποιητὰς ἐπάγονται», Πλάτ.)18. μνημονεύω, αναφέρω χωρίο συγγραφέα («ἐπαγόμενοι τε αὐτοὺς οἱ πολλοὶ ἐν τοῑς λόγοις», Πλάτ.)19. μέσ. φέρνω μαζί μου («εἰ μὴ πλουτοίη καὶ προῑκα ἐπάγοιτο πολλήν», Νικόστρ. στον Στοβαίο)20. προσελκύω κάποιον, αποκτώ την εύνοια κάποιου («τὸν Ἀλκιβιάδην ἐφόβουν μὴ καί... ἐπαγάγωνται τὸ πλήθος», Θουκ.)21. (με αιτ. και απρμφ.) αποκτώ την εύνοια κάποιου και τόν πείθω, τόν καταφέρνω να κάνει κάτι («oἱ Ἀργεῑοι πρέσβεις τάδε ὅμως ἐπηγάγοντο τοὺς Λακεδαιμονίους ξυγχωρῆσαι», Θουκ.)22. μέσ. επιθέτω, ενθέτω, τοποθετώ23. συνάγω, συμπεραίνω24. (λογ.) βγάζω συμπέρασμα επαγωγικά (Αριστοτ.)25. φρ. α) «ἐπάγω τινὶ δίκην, γραφήν» — κινώ δίκηβ) «ἐπάγω τινὶ αἰτίαν» — εγκαλώ, κατηγορώγ) «ἐπάγω ὅρκον» — προκαλώ όρκο, επιβάλλω όρκο στον αντίδικο, για να βεβαιώσει ενόρκως τους ισχυρισμούς τουδ) «ὁ ἐπαγόμενος ἀγών» — ο έκτακτοςε) «ἐπάγω τὸ καθόλου» — συνάγω μια γενική αρχή (Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.